τρουβαδούρος

τρουβαδούρος
ο трубадур

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τρουβαδούρος" в других словарях:

  • τρουβαδούρος — ο, Ν βλ. τροβαδούρος …   Dictionary of Greek

  • τρουβαδούρος — ο βλ. τροβαδούρος, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροβαδούρος — (traubadour). Ποιητής του Μεσαίωνα, που συνέθετε τα ποιήματά του στη λεγόμενη γλώσσα του οκ (oc) ή προβηγκιανή γλώσσα της νότιας Γαλλίας. Ο αντίστοιχος όρος στη γλώσσα του όιλ (οïl) που ήταν η γλώσσα της βόρειας Γαλλίας, ήταν: trouvère. Με τους… …   Dictionary of Greek

  • τροβαδούρος — τροβαδούρος, ο και τρουβαδούρος, ο (λ. γαλλ.), πλανόδιος λυρικός ποιητής των μεσαιωνικών χρόνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»